αζιμουθιακός

αζιμουθιακός
Εκείνος που αναφέρεται στο αζιμούθιο· ο σχετικός με τα αζιμούθια ή τη μέτρησή τους. α. κβαντικός αριθμός (1). Ο αριθμός που καθορίζει την εκκεντρότητα των ελλειπτικών τροχιών που διαγράφουν τα ηλεκτρόνια (όταν η = 1, όπου n ο κύριος κβαντικός αριθμός, η τροχιά είναι κυκλική). Για μια δεδομένη τιμή του n ο α.κ.α. μπορεί να πάρει τις τιμές 0,1,2,... (n-1). Όταν λοιπόν n = 1 τότε ο 1 μπορεί να έχει μόνο την τιμή 0. Ένα ηλεκτρόνιο στην L στιβάδα ενός ατόμου (n = 2) μπορεί να καταλάβει δύο υποστιβάδες με διαφορετικές ενέργειες, που αντιστοιχούν σε 1 = Ο και 1 = 1. O α.κ.α. έχει μεγάλη σημασία γιατί δίνει την τροχιακή στροφορμή του ηλεκτρονίου, που είναι ίση με  (1+1)(h/2π). α. μεταβολή του αριθμού των διαττόντων. Η μεταβολή αυτή εξηγείται από το γεγονός ότι ο μετεωρικός Ήλιος, στο διάστημα της νύχτας, βρίσκεται προς τα ανατολικά του μεσημβρινού. α. πυξίδα. Μεγάλη πυξίδα που χρησιμοποιείται για την παρατήρηση των μεταβολών της μαγνητικής βελόνας. α. ρολόι. Ηλιακό ρολόι με κάθετο στύλο.
* * *
και -ικός, -ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στο αζιμούθιο, ο σχετικός με τα αζιμούθια ή τη μέτρησή τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αζιμούθιο
απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. azimutal].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αζιμουθιακός κύκλος — (Αστρον.). Γεωδαιτικό όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση οριζόντιων γωνιών (αζιμούθια). Οι γωνίες καθορίζονται από το σημείο στάσης του οργάνου και από δύο σημεία του εδάφους. Το όργανο αποτελείται από δύο κύρια μέρη, τη σκοπευτική διόπτρα …   Dictionary of Greek

  • κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… …   Dictionary of Greek

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

  • αζιμουθικός — ή, ό ο αζιμουθιακός …   Dictionary of Greek

  • θεοδόλιχος — Τοπογραφικό όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση, με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια, των αζιμουθιακών και ζενιθιακών γωνιών, που είναι απαραίτητες για τον τριγωνισμό, δηλαδή τον προσδιορισμό της θέσης σημείων της γήινης επιφάνειας, τα οποία έχουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”